κιναιδίζω

κιναιδίζω
κῐναιδ-ίζω,
A practise unnatural vice, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.113.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιναιδίζω — (Α) [κίναιδος] (ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος*, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • κιναιδιζόμενον — κιναιδίζω practise unnatural vice pres part mp masc acc sg κιναιδίζω practise unnatural vice pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

  • κιναίδισμα — κιναίδισμα, τὸ (Μ) [κιναιδίζω] η παρά φύσιν ασέλγεια …   Dictionary of Greek

  • ἐκκεκιναίδισται — ἐκ κιναιδίζω practise unnatural vice perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”